μεῖραξ

μεῖραξ
μεῖραξ
Grammatical information: f.
Meaning: `girl' (Com.), late also m. `boy' (Aret., Hld.).
Compounds: φιλο-μεῖραξ m. f. `loving boys' (Ath., Paus.).
Derivatives: Diminut. : 1. μειράκιον n. `youth, younger man' (Hp., Att.) with μειρακι-ώδης `youthful' (Pl., Arist.), -όομαι `become adolescent' (X., Ph., Ael.), -εύομαι `id., behave as a youth' (Arr., Plu., Luc.), also μειρακ-εύομαι (Alciphr. 2, 2). 2. μειρακίσκος m., also f. `boy, girl' (Att.; Chantraine Form. 409). 3. μειρακύλλιον `id.' (Com.; cf. Leumann Glotta 32, 215 a. 225 = Kl. Schr. 242 u. 250).
Origin: IE [Indo-European] [738] *meri̯o- `young (girl or man)'
Etymology: On the fem. gender cf. δέλφαξ, πόρταξ, σκύλαξ (also m.). We must start from a noun, perh. *μεῖρος (cf. λίθαξ : λίθος a. o.), which agrees with Skt. márya- m. `youth, lover', Av. mairya- (meaning unclear); and, with thematic k-suffix (independent of μεῖραξ pace Wackernagel-Debrunner II: 2, 540, Chantraine Études 160 m. A.1?), marya-ká- `small man'. The diminutive derivv. in Greek ousted the basic word. A fem. *μεῖρα (like στεῖρα) may be also considered. -- As remote cognates are adduced Lith. mergà `girl' and, with diff. vowel, Alb. shemërë f. `by-wife' (from *sm̥-me), Lith. martì f. `bride, young woman' (cf. Βριτό-μαρτις? s. v.); further still the unclear Lat. marītus `with wife, spouse', s. W.-Hofmann s. v. Further details also in WP. 2, 281, Pok. 738f.; Fraenkel Wb. s. martì and mergà. Several hypotheses on the formation by Specht Ursprung 124, 148 a. 210.
Page in Frisk: 2,195-196

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεῖραξ — young girl fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • μείρακ' — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg μεί̱ρακι , μεῖραξ young girl fem dat sg μεί̱ρακε , μεῖραξ young girl fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείραχ' — μεί̱ρακα , μεῖραξ young girl fem acc sg μεί̱ρακι , μεῖραξ young girl fem dat sg μεί̱ρακε , μεῖραξ young girl fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… …   Dictionary of Greek

  • μειράκιο — το (ΑM μειράκιον) [μείραξ] αυτός που έχει ηλικία από δεκατεσσάρων έως εικοσιενός ετών, νέος, έφηβος, παλικαράκι νεοελλ. μτφ. ανώριμος πνευματικά, επιπόλαιος, ανόητος, παιδαρέλι μσν. 1. βρέφος, νήπιο 2. μτφ. (για έθνος ή λαό) αυτός που εμφανίστηκε …   Dictionary of Greek

  • μειράκιος — μειράκιος, ιον (Α) [μείραξ] αυτός που ανήκει σε κορίτσι …   Dictionary of Greek

  • μειρακίζω — (ΑM) [μείραξ] μσν. παριστάνω τον έφηβο αρχ. (το μέσ.) μειρακίζομαι (για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκη — μειρακίσκη, ἡ (Α) [μείραξ] 1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκος — μειρακίσκος, ὁ (Α) [μείραξ] παλικαράκι, νεαρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”